- ιππευτικός
- -ή, -ό [ιππευτής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα («ιππευτικοί αγώνες»)2. το θηλ. ως ουσ. η ιππευτικήη τέχνη τής ιππασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιππευτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα ή την ιππασία: Έχει μεγάλη ιππευτική ικανότητα. 2. το θηλ. ως ουσ., ιππευτική η τέχνη της ιππασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)